ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αμέτρητα τα χέρια, οι ψυχές που σφυρηλάτησαν τα τείχη της πόλης της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, το όραμα που ξεσήκωσε, οδήγησε και γιάτρεψε λαούς.
Τα κούφια λόγια, η άσκοπη και διεφθαρμένη αναρρίχηση στις καρέκλες της εξουσίας μάς σέρνουν πάντα στους ίδιους δρόμους.
Πέτρινα τα πρόσωπα αυτών που ζουν στη δυστυχία των μισοαστών στη χώρα. Οι μάσκες έπεσαν, η ασθένεια εξαπλώθηκε, παντού κυριαρχεί η αβεβαιότητα, ο τρόμος, το μίσος. Σταμάτησαν για λίγο τα τύμπανα, σίγησαν ,όμως και πάλι θα ριχτούν όλοι πάνω μας. Στην αρχή η ταπείνωση, η στέρηση και τώρα το κομμάτιασμα της ίδιας της Δημοκρατίας, ο όλεθρος της ζωής.
Σπυριδούλα
ΤΟΥ ΒΟΥΔΑ Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ
Για το φλεγόμενο σπίτι
ΤΟΥ ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
Γοθάμας, ο Βούδας, δίδασκε την αλληγορία του πύρινου τροχού της απληστίας , όπου είμαστε μπλεγμένοι και συμβούλευε, λυτρωμένοι από κάθε μας επιθυμία και χωρίς καμιά σκέψη στο μηδέν να εισχωρήσουμε που τ’ ονόμαζε Νιρβάνα. Τότες τον ερώτησαν οι μαθητές του: « πως είναι αυτό το Μηδέν ,δάσκαλε; Όλοι μας θέλουμε ν’ απαρνηθούμε τις απολαύσεις , όπως μας συμβούλεψες , αλλά πες μας αν αυτό το Μηδέν, όπου έπειτα θα εισχωρήσουμε θα ναι όμοιο μ’ εκείνο το Ένα με όλα μαζί του τα δημιουργημένα, θα ναι όπως όταν ξαπλώσεις μ’ ανάλαφρο κορμί στο νερό το μεσημέρι σχεδόν χωρίς λογισμούς, νωχελικά ή όπως στο βαθύ τον ύπνο, όταν χωρίς σχεδόν να νοιώθεις ότι σου σιάχνουν τα σκεπάσματα, εσύ γρήγορα εκμηδενίζεσαι;
Πες μας αν αυτό το μηδέν είναι ένα χαρούμενο, ένα βολικό Τίποτε, ή μήπως αυτό το Τίποτε που μας διδάσκεις είναι παρά ένα απλό, σκέτο Μηδέν ψυχρό, άδειο και ασήμαντο» ;
Ο Βούδας σώπαινε ώρα πολλή, ύστερα είπε βαρυεστημένα : «Δεν υπάρχει απάντηση στο ερώτημά σας » .
Το δειλινό σα φύγανε ο Βούδας καθόταν ακόμα στ’ αρτόδεντρο από κάτω κι είπε στους άλλους, σ’ εκείνους που δεν ρώτησαν, την παρακάτω παραβολή:
« τελευταία είδα ένα σπίτι που καιγόταν. Τη σκεπή του την έγλυφαν οι φλόγες . Ζύγωσα και παρατήρησα ότι μέσα μέναν ακόμη άνθρωποι. Έφτασα στην πόρτα και τους φώναξα: ¨Καίγεται η σκεπή σας ». Τους παρώτρυνα να βγουν γρήγορα έξω. Εκείνοι όμως δεν βιάζονταν. Ένας με ρώτησε καθώς η πύρρα του καψάλιζε τα φρύδια, τι γίνεται έξω, μήπως βρέχει, μήπως φυσάει αγέρας, ή αν υπάρχει κι άλλο σπίτι; και τα παρόμοια.
Δίχως να του απαντήσω βγήκα πάλι έξω. Αυτοί, σκέφτηκα , θα γίνουν στάχτη αν δεν σταματήσουν να ρωτάνε.
Κι αληθινά, φίλοι μου, σ’ όποιον το χώμα που πατά δεν έγινε τόσο καυτό και θέλει να το πατά, αντίς να τ’ αποφεύγει, και να το αντικαθιστά , σ’ αυτόν εγώ δεν έχω τίποτ’ άλλο να πω». Αυτά είπε ο Γκοτάμα ο Βούδας .
Αλλά κι εμείς που πάψαμε πια ν’ ασχολούμαστε με την τέχνη της Υπομονής και καταπιανόμαστε, από καιρό τώρα, με την τέχνη της μη ανοχής προβάλλοντας στους ανθρώπους λογιώ- λογιώ προοπτικές για την επίγεια ζωή, και εξορκίζοντάς τους να αποτινάξουν πάνωθέ τους τους βασανιστές, έχουμε τη γνώμη, πως, όταν τα βομβαρδιστικά της Κεφαλαιοκρατίας ολοένα ζυγώνουν, κι’ αυτοί ρωτούν και ξαναρωτούν, πώς εμείς το βλέπουμε το ζήτημα, και πώς το φανταζόμαστε, και τι θ’ απογίνει με το κομπόδεμά τους και τα γιορτινά τους τα βρακιά, μετά από μια κοινωνική ανατροπή, έ! σ’ αυτούς τους ανθρώπους εμείς , δεν έχουμε πολλά πράγματα να πούμε.
0 Σχόλια
ΣΧΟΛΙΑ