Από τη Μαργαρίτα Κουτσανέλλου
Αυτές τις μέρες, από φαινομενική μόνο σύμπτωση, σκέφτομαι πολύ έντονα τον Κώστα Καρυωτάκη. Στη σειρά των συμπτώσεων, έρχεται να προστεθεί και η σημερινή ημέρα, η οποία ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη για μένα, με αιτία τη συνδικαλιστική ιδιότητά μου. Σαν σήμερα ο Κώστας Καρυωτάκης αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όπου είχε μετατεθεί με δυσμένεια, λόγω της συνδικαλιστικής δράσης του.
Τον ξαναθύμηθηκα πάλι σήμερα, χωρίς να ξέρω ότι είναι επέτειος του θανάτου του. Σήμερα 21 Ιουλίου. Θυμήθηκα και το ποίημα του ΚΑΘΑΡΣΙΣ. Το αφιερώνω σε όλους αυτούς που θέλουν, αλλά και δεν θέλουν να καταλάβουν. Ή σ' αυτούς που κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Ή πράγματι δεν καταλαβαίνουν, με την ελπίδα ότι ίσως ένα ποίημα να τους βοηθήσει να καταλάβουν.
Πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι ο Κώστας Καρυωτάκης, δεν ήταν ένας καταθλιπτικός, δυσπροσάρμοστος, ποιητής, όπως προτιμά να τον παρουσιάζει το κατεστημένο. Ήταν νομικός, δημόσιος υπάλληλος και συνδικαλιστής. Α, είχε και θάρρος. Είχε επίσης έμφυτο μέσα του, αυτό που λέγεται αίσθηση του φυσικού δικαίου ή ίσως να παραπίστευε πάρα πολύ στους νόμους.
Ότι δηλαδή, οι νόμοι στέκονται πράγματι πάνω από όλους. Κάτι σαν θεός. Και φυσικά, έπεσε πολύ γρήγορα από αυτό το σύννεφο. Ότι κυβερνάει αυτό τον κόσμο, ο νόμος. Όχι, αγαπητοί συνάνθρωποι. Τον κόσμο τον κυβερνούν αυτοί που βγάζουν το νόμο και αυτοί που διατηρούν την εξουσία για τον εαυτό τους να τον ερμηνεύουν και να τον επιβάλλουν. Άνθρωποι δηλαδή. Και αυτοί οι άνθρωποι, σε αυτόν τον κόσμο και αυτό το σύστημα, απλώς κάνουν ό,τι τους συμφέρει και για όσο έχουν τη δύναμη να το επιβάλλουν με τη βία.
Ας διαβάσουμε κάτι για τον Κώστα Καρυωτάκη σήμερα. Δεν είναι μόνο ότι έτσι τον γνωρίζουμε, τον θαυμάζουμε και τον τιμάμε. Είναι και που καταλαβαίνουμε περισσότερο το δικό μας σημερινό κόσμο. Μελετώντας τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Είναι που μας εμπνέει. Κυρίως, για το θάρρος και τη μαχητικότητά του.
ΚΑΘΑΡΣΙΣ
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ- παφ, παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη» να είπω «κύριε Άλφα». Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνιά, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα 'χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Άχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα...»
Έπρεπε πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχθώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν' αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου».Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...»
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστριες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ' ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα...
0 Σχόλια
ΣΧΟΛΙΑ