Ποιος δεν αναπόλησε φέτος, όπως και πέρυσι άλλωστε, τα χρόνια που τις γιορτινές αυτές μέρες ή το καλοκαίρι που έπαιρνε την άδειά του, είχε στα χέρια του τα χρήματα τού 13ου και 14 μισθού, τα οποία είχε προγραμματίσει στα έσοδα του ετήσιου οικογενειακού του προϋπολογισμού και κάλυπταν σημαντικές ανάγκες; Ζούμε όλοι τις γιορτές του μνημονίου, στο οποίο βρεθήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε, συρόμενοι σε μια κατάσταση για την οποία οι περισσότεροι ήμαστε ανυποψίαστοι και κυρίως παραπλανημένοι.
Αναλογιζόμενος κανείς τις γιορτές που με τόση περίσκεψη περνάμε αυτές τις μέρες, τη βίαιη ανατροπή στις ζωές μας, με τη μείωση των μισθών, τη φορολόγηση, την ανεργία, την ανασφάλεια, τη φτώχεια που αρχίζει να μας περικυκλώνει από παντού, ανακαλείται αβίαστα η συλλογική μνήμη, η μνήμη που πηγάζει από τα βιβλία και τις διηγήσεις των γονέων και των παππούδων μας. Η Σταχομαζώχτρα του Παπαδιαμάντη, που τη διαβάζαμε εμείς και τα παιδιά μας σαν χριστουγεννιάτικο παραμύθι, είναι μια ιστορία που συγκινεί πάντα και συγκλονίζει σε αρκετά σημεία με το βαθύ τρόπο που ο διηγηματογράφος περιγράφει την αξιολύπητη κατάσταση στην οποία ζει μια ηλικιωμένη γυναίκα, η θεια-Αχτίτσα, με τα εγγόνια της. Μία πάμφτωχη γιαγιά, η οποία καλείται, χωρίς καμία κοινωνική ή άλλη στήριξη, να συντηρήσει όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και τα δύο μικρά ορφανά της κόρης της, ζώντας όλοι στην απόλυτη ανέχεια.
Το διήγημα γράφτηκε το 1889, ενώ ο αφηγηματικός χρόνος της συγκινητικής αυτής ιστορίας τοποθετείται περίπου στην περίοδο 1860-1870. Ο δε συγγραφέας γεννήθηκε το 1851 και πέθανε το 1911. Ποια ήταν λοιπόν, η ιστορική συγκυρία και ποιες οι κοινωνικές-οικονομικές συνθήκες, που επικρατούσαν την εποχή που ο ευαίσθητος αυτός διηγητής έζησε και έγραψε τα έργα του; Ποια ήταν αλήθεια η πολιτική και οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, την εποχή που η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη, η θεια-Αχτίτσα, πάσχιζε να ταϊσει τα εγγόνια της, μαζεύοντας τα απομεινάρια του θερισμού από τα χωράφια της Εύβοιας και ο ξενιτεμένος της γιος - την τύχη του οποίου αγνοούσε - κάποια Χριστούγεννα, τη βγάζει, σαν από μηχανής θεός, από την απόγνωση, στέλνοντάς της μια επιταγή δέκα λιρών; ΄Ηταν μια εποχή, που αξίζει να ξέρουμε, ότι ακόμα και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν ήταν σε θέση, εξαιτίας της φτώχειας της οικογένειάς του, να παρακολουθήσει κανονικά το σχολείο και για το λόγο αυτό, το τελείωσε, με πολλές ενδιάμεσες διακοπές.
Οκτώ χρόνια πριν γεννηθεί ο συγγραφέας, το 1843, η ελληνική κυβέρνηση δήλωνε (για δεύτερη φορά μετά το 1827, επί Καποδίστρια) αδυναμία εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους (τοκοχρεωλύσια του δανείου του 1833). ΄Ηταν τότε που, εξαιτίας της δεινής κατάστασης στην οποία βρέθηκε ο λαός, βλέποντας ξανά νέους δυνάστες, αντί του τουρκικού, να τον απομυζούν, ξεσηκώθηκε και απαίτησε στις 3 Σεπτεμβρίου, να θεσπιστεί σύνταγμα, ελπίζοντας ότι θα θέσει κατ' αυτόν τον τρόπο ένα φραγμό στην ασυδοσία της εγχώριας και ξένης καθεστηκυίας τάξης. Δεν είναι τυχαίο βέβαια, ότι ποτέ, όταν διδασκόμαστε την ιστορία αυτής της περιόδου, δε γίνεται λόγος για τη χρεωκοπία που προηγήθηκε της εξέγερσης του συντάγματος καθώς και τις λεπτομέρειες που μεσολάβησαν, ενώ η ίδια η εξέγερση του λαού περιγράφεται με αοριστία, χωρίς πολλές-πολλές εξηγήσεις, ενώ αποδίδεται συνήθως ως αιτία, μια απροσδιόριστη αποστροφή των Ελλήνων στη βαυαροκρατία.
Η Ελλάδα βρέθηκε το 1843, δέκα χρόνια μετά το δάνειο του 1833, πολύ φτωχότερη. Το χρέος είχε φτάσει τα 90 εκατομμύρια από 60. Και με έσοδα 14 εκατομμύρια, έπρεπε κάθε χρόνο να πληρώνει για μια δόση, 6 εκατομμύρια, δηλαδή το 43% των εσόδων της! ΄Οσο για τα χρήματα των δανείων, αυτά δεν έφθαναν ποτέ στο λαό, καθώς, εκτός από τη διασπάθιση από τους διάφορους πρόθυμους μεσολαβητές, ΄Ελληνες και ξένους, το μεγαλύτερο μέρος παρακρατούνταν από τους ίδιους τους δανειστές, ως προεξόφληση των τόκων του δανείου που έδωσαν. Με σκοπό την εξυπηρέτηση του χρέους, έγιναν περικοπές μισθών, καταργήθηκαν θέσεις εργασίας, διακόπηκαν τα δημόσια έργα, φορολογήθηκε άγρια η ιδιοκτησία, ενώ το κράτος τέθηκε υπό την επιτήρηση των δανειστριών ξένων δυνάμεων. Οι "προστάτιδες" δυνάμεις πήραν τα μέτρα τους, όχι βέβαια για να μας σώσουν, αλλά για ν' αρπάξουν ό,τι είχε απομείνει.
Το 1857 η Επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που έλεγχε για λογαριασμό των δανειστών, την οικονομική διαχείριση του ελληνικού κράτους ανέφερε μεταξύ άλλων, στις εκθέσεις που συνέτασσε τακτικά, ότι "τα έσοδα της Ελλάδος έδει κατά προτεραιότητα, να αφιερώνται εις την εξυπηρέτησιν των ελληνικών δανείων". Συνεχίζοντας να μελετάμε τις λεπτομέρειες της περιόδου αυτής αλλά και των επόμενων, μέχρι τη χρεωκοπία του 1893, αναδεικνύονται χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, ομοιότητες και αναλογίες με τη σημερινή, οι οποίες μάλιστα, είναι πραγματικά εντυπωσιακές.
΄Οταν ο Παπαδιαμάντης ήταν πλέον 42 ετών και 4 χρόνια αφότου έγραψε το διήγημα με τη συγκινητική ιστορία της θειας-Αχτίτσας, η τρίτη κατά σειρά πτώχευση το 1893, υπό τον Χαρίλαο Τρικούπη, είναι γεγονός. Ο κύκλος πάλι ίδιος. Διεθνής επιτροπεία, λιτότητα, εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Η ιστορική-οικονομική μελέτη και αυτής της περιόδου, εξάγει πολυσήμαντα συμπεράσματα, που εξαρτώνται βεβαίως από τα αναλυτικά εργαλεία που εφαρμόζονται. Σε κάθε περίπτωση όμως και χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση που αποδίδει βέβαια ιδιαίτερα πολύτιμα πορίσματα, η μελέτη αυτή διδάσκει ότι η συνταγή που εφαρμόζεται σήμερα στη χώρα είναι γνωστή από παλιά, είναι βεβαίως αστικού προσανατολισμού, εχθρική στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και επιδιώκει να διασώσει για άλλη μια φορά από την κρίση, στις πλάτες του λαού, την άρχουσα τάξη, η οποία επιβάλλει με κάθε τρόπο, την ακολουθούμενη πολιτική και τις πολιτικές ηγεσίες.
Βεβαίως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται κυκλικά που σημαίνει ότι πλήθος δεδομένων διαφοροποιούνται από εποχή σε εποχή, άρα και οι εξελίξεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτά που ζούμε εδώ και 10 χρόνια τουλάχιστον, είναι προμελετημένα και αυτοί που ανέλαβαν την υλοποίηση τους βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία.
΄Οσο για τις αναλογίες μεταξύ όσων ζούμε σήμερα και της ζωής της φτωχής σταχομαζώχτρας, δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε το "χρυσό κανόνα", τον οποίο ετοιμάζονται να μας επιβάλλουν, ο διεθνής και εγχώριος πολιτικός βραχίονας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (τρόικα και ελληνικά αστικά κόμματα), με τον οποίο συνταγματοποιείται το πιο ακραίο νεοφιλελεύθερο, μονεταριστικό δόγμα, των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και του μηδενισμού των ελλειμμάτων. Αυτόν τον οικονομικό ζουρλομανδύα που επιβάλλει την ποινικοποίηση της εθνικής οικονομικής πολιτικής, αποκλείει τις κυβερνήσεις από κάθε δυνατότητα άσκησης κοινωνικής πολιτικής και στραγγαλίζει κάθε κρατική προνοιακή λειτουργία και παροχή.
ΜΚ
0 Σχόλια
ΣΧΟΛΙΑ